- χρέωση
- η1. το να έχει κανείς χρέος, επιβάρυνση.2. η εγγραφή ποσού ως οφειλή σε κάποιο λογαριασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρέωση — η, Ν [χρεώνω] 1. η επιβάρυνση κάποιου με χρέος, καταγραφή χρηματικού ποσού ως χρέους 2. φρ. «λογιστική χρέωση» η εγγραφή ενός ποσού στο οικείο σκέλος ενός λογαριασμού … Dictionary of Greek
χρεωστικός — ή, ό / χρεωστικός, ή, όν, ΝΜ [χρεώστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χρέωση ή στον χρεώστη («χρεωστικό ομόλογο»). επίρρ... χρεωστικώς / χρεωστικῶς, ΝΜ, και χρεωστικά Ν νεοελλ. με χρέωση μσν. υποχρεωτικά («τιμήσωμεν αὐτὸν ὡς ἀληθινὸν πατέρα… … Dictionary of Greek
απλογραφία — η λογιστικό σύστημα με το οποίο παρακολουθούνται οι συναλλαγές της επιχείρησης με λογαριασμούς τρίτων, όπου κάθε εγγραφή καταχωρίζεται κατά χρονολογική σειρά σε χρέωση ή πίστωση ανάλογα με τη φύση της δοσοληψίας … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αχρέωτος — η, ο [χρεώνω] 1. αυτός που δεν είναι χρεωμένος, που δεν χρωστάει 2. (για κτήματα) αυτός που δεν βαρύνεται με χρέος ή υποθήκη 3. αυτός που δεν καταχωρίστηκε στη στήλη «χρέωση» βιβλίου ή λογαριασμού … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
διπλογραφία — η (λογιστ.) σύστημα τηρήσεως λογιστικών βιβλίων με διπλές εγγραφές, δηλαδή με χρέωση ενός λογαριασμού και αντίστοιχη πίστωση άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Γ. Κόνδη] … Dictionary of Greek
δούναι — 1. χρέωση, οφειλή 2. φρ. «δούναι και λαβείν» πιστοχρέωση, δοσοληψία 3. «δεν έχω δούναι και λαβείν μαζί του» δεν έχω σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο απαρμφ. αόρ. β τού δίδωμι] … Dictionary of Greek
ισοσκελίζω — [ισοσκελής] (για λογαριασμούς και προϋπολογισμούς) καθιστώ ισοσκελή, εξισώνω τη χρέωση με την πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσοσκελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek